επίδεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επίδεση | οι | επιδέσεις |
γενική | της | επίδεσης* | των | επιδέσεων |
αιτιατική | την | επίδεση | τις | επιδέσεις |
κλητική | επίδεση | επιδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- επίδεση < αρχαία ελληνική ἐπίδεσις < ἐπιδέω
Ουσιαστικό επεξεργασία
επίδεση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
επίδεση
|