Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

επιδέσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδένω
  2. θα επιδέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδένω

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

επιδέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδεση