επιδέσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεπιδέσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επιδένω
- θα επιδέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επιδένω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεπιδέσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επίδεση