πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραύμα τα τραύματα
      γενική του τραύματος των τραυμάτων
    αιτιατική το τραύμα τα τραύματα
     κλητική τραύμα τραύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
τραύμα < 1. με την κυριολεκτική σημασία (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τραῦμα, 2. με τη μεταφορική ψυχολογική σημασία σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική trauma[1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία