injury
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
injury (en)
- ζημία, πρόκληση βλάβης, τραυματισμός (μπορεί να αφορά σε πρόσωπο, περιουσία, δικαιώματα, ηθική υπόσταση κλπ)
- τραυματισμός (του σώματος)