τραυματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραυματολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική traumatologie ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική traumatology[1][2]. Μορφολογικά αναλύεται σε (τραύμα) τραυματ- + -ο- + -λογία (< αρχαία ελληνική τραῦμα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραυματολογία θηλυκό
- (ιατρική) τμήμα της ιατρικής επιστήμης, συνήθως της ορθοπαιδικής, που ασχολείται με τη διάγνωση και τη θεραπεία των σωματικών τραυματισμών
Συγγενικά
επεξεργασία- τραυματολογικός
- τραυματολόγος
- → και δείτε τις λέξεις τραύμα, λέγω και λόγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραυματολογία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τραυματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)