ορθοπαιδική
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ορθοπαιδική | ||
γενική | της | ορθοπαιδικής | ||
αιτιατική | την | ορθοπαιδική | ||
κλητική | ορθοπαιδική | |||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ορθοπαιδική < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική orthopédie < αρχαία ελληνική ὀρθός + παῖς Η λέξη πρωτοδημιουργήθηκε από τον Γάλλο γιατρό Nicolas Andry από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ὀρθός και παῖς, γιατί αρχικά αφορούσε επεμβάσεις σε παιδιά. Όταν αργότερα το πεδίο της ορθοπαιδικής διευρύνθηκε, η λέξη παρετυμολογικά από την αρχαία ελληνική λέξη πέδη άρχισε να γράφεται και με -ε-. Σήμερα και οι δύο γραφές θα μπορούσαν να θεωρηθούν σωστές. Και με -αι-, που διατηρεί την ιστορική ετυμολογική ορθογραφία, και η νεότερη προσαρμογή με -ε-.
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ορθοπαιδική θηλυκό στον ενικό
- (ιατρική) ο κλάδος της χειρουργικής που ασχολείται με τις κακώσεις και βλάβες στο μυοσκελετικό σύστημα του ανθρώπινου σώματος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ορθοπαιδικός
- → δείτε τις λέξεις ορθός και παιδί
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ορθοπαιδική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτουΕπεξεργασία
ορθοπαιδική
- θηλυκό του ορθοπαιδικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού