Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραυματολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
τραυματολογικ
ός
η
τραυματολογικ
ή
το
τραυματολογικ
ό
γενική
του
τραυματολογικ
ού
της
τραυματολογικ
ής
του
τραυματολογικ
ού
αιτιατική
τον
τραυματολογικ
ό
την
τραυματολογικ
ή
το
τραυματολογικ
ό
κλητική
τραυματολογικ
έ
τραυματολογικ
ή
τραυματολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
τραυματολογικ
οί
οι
τραυματολογικ
ές
τα
τραυματολογικ
ά
γενική
των
τραυματολογικ
ών
των
τραυματολογικ
ών
των
τραυματολογικ
ών
αιτιατική
τους
τραυματολογικ
ούς
τις
τραυματολογικ
ές
τα
τραυματολογικ
ά
κλητική
τραυματολογικ
οί
τραυματολογικ
ές
τραυματολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραυματολογικός
<
τραυματολογ(ία)
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
τραυματολογικός
, -ή, -ό
σχετικός με την
τραυματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραυματολογικός