τραυματολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραυματολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική traumatologue < αρχαία ελληνική τραῦμα + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίατραυματολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ιατρική, επάγγελμα) ειδικός στην τραυματολογία
Μεταφράσεις
επεξεργασία τραυματολόγος