Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τραυματολόγος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
τραυματολόγ
ος
οι
τραυματολόγ
οι
γενική
του
/
της
τραυματολόγ
ου
των
τραυματολόγ
ων
αιτιατική
τον
/
την
τραυματολόγ
ο
τους
/
τις
τραυματολόγ
ους
κλητική
τραυματολόγ
ε
τραυματολόγ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
τραυματολόγος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τραυματολόγος
αρσενικό ή θηλυκό
→ λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τραυματολόγος