Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσκρουση οι προσκρούσεις
      γενική της πρόσκρουσης* των προσκρούσεων
    αιτιατική την πρόσκρουση τις προσκρούσεις
     κλητική πρόσκρουση προσκρούσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκρούσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσκρουση < ελληνιστική κοινή πρόσκρουσις < αρχαία ελληνική προσκρούω < πρός (προσ-) + κρούω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.skɾu.si/ & /ˈpɾos.kɾu.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρό‐σκρου‐ση
παλιότερος συλλαβισμός: πρόσ‐κρου‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσκρουση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία