πρόσκρουσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πρόσκρουσῐς | αἱ | προσκρούσεις | ||||
γενική | τῆς | προσκρούσεως | τῶν | προσκρούσεων | ||||
δοτική | τῇ | προσκρούσει | ταῖς | προσκρούσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | πρόσκρουσῐν | τὰς | προσκρούσεις | ||||
κλητική ὦ! | πρόσκρουσῐ | προσκρούσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσκρούσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσκρουσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πρόσκρουσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρόσκρουσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- πρόσκρουση, χτύπημα πάνω σε κάτι, προσβολή
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πρόσκρουσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρόσκρουσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.