προσκρούσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπροσκρούσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προσκρούω
- θα προσκρούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προσκρούω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπροσκρούσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πρόσκρουση