Ετυμολογία

επεξεργασία
heurt < heurter

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʔœʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
heurt heurts

heurt (fr) αρσενικό

  1. η σύγκρουση
  2. η πρόσκρουση
  3. η αντίθεση

Συγγενικά

επεξεργασία

Ομώνυμα / Ομόηχα

επεξεργασία