wound
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wound | wounds |
wound (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wound |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wounds |
αόριστος | wounded |
παθητική μετοχή | wounded |
ενεργητική μετοχή | wounding |
wound (en)
- τραυματίζω (προκαλώ τραύμα)
- (μεταφορικά) τραυματίζω (θίγω)
Προφορά 2
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαwound (en)