Προφορά 1

επεξεργασία
ΔΦΑ : /wɪnd/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
wind winds

wind (en)

ενεστώτας wind
γ΄ ενικό ενεστώτα winds
αόριστος winded
παθητική μετοχή winded
ενεργητική μετοχή winding

wind (en)

  1. κόβω σε κάποιον την ανάσα (π.χ. με μια γροθιά στο στομάχι)
    ⮡  I hit him in the stomach and winded him.
    Τον χτύπησα στο στομάχι και του έκοψα την ανάσα.
  2. λαχανιάζω έντονα από μια προσπάθεια, μένω χωρίς ανάσα
    ⮡  We had been winded by the steep climb.
    Είχαμε λαχανιάσει από την απότομη ανάβαση.

  Προφορά 2

επεξεργασία
ΔΦΑ : /waɪnd/
ενεστώτας wind
γ΄ ενικό ενεστώτα winds
αόριστος wound
παθητική μετοχή wound
ενεργητική μετοχή winding

wind (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ελίσσομαι, ταξιδεύω σε δρόμο με στροφές, ακολουθώ μη ευθεία πορεία
    ⮡  The river winds through the plain.
    Το ποτάμι ελίσσεται στην κοιλάδα.
  2. (μεταβατικό) τυλίγω κάτι ελικοειδώς ή κυκλικά
    ⮡  Wind in the line now.
    Τύλιξε την πετονιά τώρα.
    ⮡  She wound (up) the yarn into a ball.
    Τύλιξε το νήμα κουβάρι.
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως wind up) κουρδίζω, συσπειρώνω το ελατήριο ενός ρολογιού με τη βοήθεια του ειδικού εξαρτήματος, έτσι ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί
    ⮡  Please wind up that old-fashioned alarm clock.
    Κούρδισε, σε παρακαλώ, το παλιό ρολόι.
  4. (μεταβατικό) γυρίζω μανιβέλα, μοχλός κτλ.
    ⮡  I wound the crank.
    Γύρισα την μανιβέλα.

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

wind (nl)