wind
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wind | winds |
wind (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο άνεμος, ο αέρας
- ↪ What is the direction of the wind?
- Ποια είναι η κατεύθυνση του ανέμου;
- ↪ A strong wind was blowing.
- Φυσούσε δυνατός αέρας.
- ↪ What is the direction of the wind?
Σύνθετα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | winded |
παθητική μετοχή | winded |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- κόβω σε κάποιον την ανάσα (π.χ. με μια γροθιά στο στομάχι)
- ↪ I hit him in the stomach and winded him.
- Τον χτύπησα στο στομάχι και του έκοψα την ανάσα.
- ↪ I hit him in the stomach and winded him.
- λαχανιάζω έντονα από μια προσπάθεια, μένω χωρίς ανάσα
- ↪ We had been winded by the steep climb.
- Είχαμε λαχανιάσει από την απότομη ανάβαση.
- ↪ We had been winded by the steep climb.
Προφορά 2
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | wind |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds |
αόριστος | wound |
παθητική μετοχή | wound |
ενεργητική μετοχή | winding |
wind (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ελίσσομαι, ταξιδεύω σε δρόμο με στροφές, ακολουθώ μη ευθεία πορεία
- ↪ The river winds through the plain.
- Το ποτάμι ελίσσεται στην κοιλάδα.
- ↪ The river winds through the plain.
- (μεταβατικό) τυλίγω κάτι ελικοειδώς ή κυκλικά
- ↪ Wind in the line now.
- Τύλιξε την πετονιά τώρα.
- ↪ She wound (up) the yarn into a ball.
- Τύλιξε το νήμα κουβάρι.
- ↪ Wind in the line now.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, συνήθως wind up) κουρδίζω, συσπειρώνω το ελατήριο ενός ρολογιού με τη βοήθεια του ειδικού εξαρτήματος, έτσι ώστε να συνεχίσει να λειτουργεί
- ↪ Please wind up that old-fashioned alarm clock.
- Κούρδισε, σε παρακαλώ, το παλιό ρολόι.
- ↪ Please wind up that old-fashioned alarm clock.
- (μεταβατικό) γυρίζω μανιβέλα, μοχλός κτλ.
- ↪ I wound the crank.
- Γύρισα την μανιβέλα.
- ↪ I wound the crank.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- wind 1 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 1 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 2 (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- wind 2 (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 56. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάσα
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαwind (nl)