wind up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wind up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds up |
αόριστος | wound up |
παθητική μετοχή | wound up |
ενεργητική μετοχή | winding up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwind up (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) καταλήγω, για ένα άτομο που βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουρδίζω, για μηχανισμούς, τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση
- ⮡ You have to wind up the train for it to start.
- Πρέπει να κουρδίσεις το τρενάκι για να ξεκινήσει.
- ⮡ You have to wind up the train for it to start.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, καταλήγω, ολοκληρώνω κάτι όπως μια ομιλία ή μια συνάντηση
- ⮡ He wound up the speech.
- Τελείωσα τον λόγο.
- ⮡ He wound up by assuring the committee that…
- Κατέληξε με τη διαβεβαίωση προς την επιτροπή ότι…
- ⮡ He wound up the speech.
- (μεταβατικό, ανεπίσημο) κουρδίζω, ερεθίζω κάποιον με ενοχλητικά πειράγματα χάριν αστειότητος κάνοντάς τον να εκνευριστεί
- ⮡ Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
- Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
- ⮡ Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
- (μεταβατικό) διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
- ⮡ We wound down the company.
- Διαλύσαμε την εταιρεία.
- ⮡ We wound down the company.
- (μεταβατικό) ανεβάζω κάτι όπως παράθυρο