ενεστώτας wind up
γ΄ ενικό ενεστώτα winds up
αόριστος wound up
παθητική μετοχή wound up
ενεργητική μετοχή winding up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wind up < → δείτε τις λέξεις wind και up

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /waɪnd ʌp/

wind up (en)

  1. (αμετάβατο, ανεπίσημο) καταλήγω, για ένα άτομο που βρίσκεται σε ένα συγκεκριμένο μέρος ή κατάσταση
    ⮡  You will wind up in prison if you keep this up.
    Θα καταλήξεις στη φυλακή αν συνεχίσεις έτσι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη turn out
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κουρδίζω, για μηχανισμούς, τεντώνω κάτι με περιστροφική κίνηση
    ⮡  You have to wind up the train for it to start.
    Πρέπει να κουρδίσεις το τρενάκι για να ξεκινήσει.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τελειώνω, καταλήγω, ολοκληρώνω κάτι όπως μια ομιλία ή μια συνάντηση
    ⮡  He wound up the speech.
    Τελείωσα τον λόγο.
    ⮡  He wound up by assuring the committee that…
    Κατέληξε με τη διαβεβαίωση προς την επιτροπή ότι…
  4. (μεταβατικό, ανεπίσημο) κουρδίζω, ερεθίζω κάποιον με ενοχλητικά πειράγματα χάριν αστειότητος κάνοντάς τον να εκνευριστεί
    ⮡  Don’t pay attention, he’s just trying to wind you up.
    Μην δίνεις σημασία, προσπαθεί να σε κουρδίσει.
  5. (μεταβατικό) διαλύω μια επιχείρηση και ρευστοποιώ τα περιουσιακά της στοιχεία
    ⮡  We wound down the company.
    Διαλύσαμε την εταιρεία.
  6. (μεταβατικό) ανεβάζω κάτι όπως παράθυρο
    ⮡  I am winding up the car window.
    Ανεβάζω το παράθυρο αυτοκινήτου.
     αντώνυμα: wind down