wind down
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | wind down |
γ΄ ενικό ενεστώτα | winds down |
αόριστος | wound down |
παθητική μετοχή | wound down |
ενεργητική μετοχή | winding down |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαwind down (en)
- (αμετάβατο) ξανασαίνω, για ένα άτομο που ξεκουράζεται ή χαλαρώνει μετά από μια περίοδο δραστηριότητας ή συγκίνησης
- ↪ I need a week’s vacation by the seaside to wind down.
- Έχω ανάγκη μιας βδομάδας διακοπές στην ακρογιαλιά για να ξανασάνω.
- ↪ I need a week’s vacation by the seaside to wind down.
- (μεταβατικό) κατεβάζω κάτι όπως παράθυρο