ενεστώτας wind down
γ΄ ενικό ενεστώτα winds down
αόριστος wound down
παθητική μετοχή wound down
ενεργητική μετοχή winding down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
wind down < → δείτε τις λέξεις wind και down

wind down (en)

  1. (αμετάβατο) ξανασαίνω, για ένα άτομο που ξεκουράζεται ή χαλαρώνει μετά από μια περίοδο δραστηριότητας ή συγκίνησης
    ⮡  I need a week’s vacation by the seaside to wind down.
    Έχω ανάγκη μιας βδομάδας διακοπές στην ακρογιαλιά για να ξανασάνω.
  2. (μεταβατικό) κατεβάζω κάτι όπως παράθυρο
    ⮡  I am winding down the car window.
    Κατεβάζω το παράθυρο αυτοκινήτου.
     αντώνυμα: wind up