Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξανασαίνω < ξε- + ανασαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

ξανασαίνω

  1. (οικείο) ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
    κάτσε να ξανασάνεις λίγο και ξαναφεύγεις μετά
  2. (μεταφορικά) παίρνω ανάσα, ανακουφίζομαι ηθικά

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία