ανάσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάσα | οι | ανάσες |
γενική | της | ανάσας | — | |
αιτιατική | την | ανάσα | τις | ανάσες |
κλητική | ανάσα | ανάσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανάσα < ανασαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανάσα θηλυκό
- η αναπνοή
- Πάρε μια βαθιά ανάσα και βούτα
- η εκπνοή
- καυτή ανάσα
- η ξεκούραση, η μικρή ανακούφιση
- Βγήκα στο μπαλκόνι να πάρω μια ανάσα γιατί με τρελάνανε τα παιδιά
- Είπαν για κοινωνικό μέρισμα και χάρηκα ότι θα παίρναμε μια ανάσα αλλά αυτό ούτε πουρμπουάρ δεν είναι άμα το διαιρέσεις -χώρια που δεν το έδωσαν κιόλας