Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
souffle souffles

souffle (fr) αρσενικό

  1. το φύσημα, η αναπνοή, η ανάσα, η πνοή
  2. το πνεύμα, η ψυχή

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη  souffler