souffle
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
souffle | souffles |
souffle (fr) αρσενικό
Εκφράσεις
επεξεργασία- avoir le souffle court - λαχανιάζω εύκολα
- couper le souffle à quelqu'un - κόβω την αναπνοή κάποιου· (μεταφορικά) εκπλήσσω
- être à bout de souffle - δυσκολεύομαι να αναπνεύσω· (μεταφορικά) είμαι ψόφιος από την κούραση
- ne pas manquer de souffle - έχω θράσος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη souffler