breath
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
breath | breaths |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbreath (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανάσα, η αναπνοή, η πράξη του αναπνέω
- (μετρήσιμο) η ανάσα, η αναπνοή, η πνοή, μια ποσότητα αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονες
- ⮡ I take a deep breath.
- Παίρνω βαθιά ανάσα/αναπνοή.
- ⮡ up to my last breath - ως την τελευταία μου πνοή
- ⮡ I take a deep breath.
- (μόνο στον ενικό, λογοτεχνικό) η πνοή, μια ελαφριά κίνηση του αέρα
- ⮡ not a breath of wind - ούτε η παραμικρή πνοή ανέμου
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- breath - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 54, 56, 717. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναπνοή, ανάσα, πνοή