ενικός         πληθυντικός  
breath breaths

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

breath (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ανάσα, η αναπνοή, η πράξη του αναπνέω
    ⮡  I am holding my breath.
    Bαστώ/κρατώ την ανάσα/αναπνοή μου.
    ⮡  I am catching my breath.
    Πιάνεται/κόβεται η ανάσα μου.
    ⮡  hot breath - ζέστη/καυτή ανάσα
    ⮡  You can’t hear his breath.
    Δεν ακούγεται η ανάσα του.
     συνώνυμα: breathing
  2. (μετρήσιμο) η ανάσα, η αναπνοή, η πνοή, μια ποσότητα αέρα που εισέρχεται στους πνεύμονες
    ⮡  I take a deep breath.
    Παίρνω βαθιά ανάσα/αναπνοή.
    ⮡  up to my last breath - ως την τελευταία μου πνοή
  3. (μόνο στον ενικό, λογοτεχνικό) η πνοή, μια ελαφριά κίνηση του αέρα
    ⮡  not a breath of wind - ούτε η παραμικρή πνοή ανέμου

Συγγενικά

επεξεργασία