Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασαίνω < μεσαιωνική ελληνική ἀνασαίνω < ἀνεσαίνω < ἄνεσις

ανασαίνω

  1. αναπνέω
  2. αναπαύομαι, παίρνω μια ανάσα, χαλαρώνω, ανακουφίζομαι ψυχικά ή σωματικά

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία