↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄνεσῐς αἱ ἀνέσεις
      γενική τῆς ἀνέσεως τῶν ἀνέσεων
      δοτική τῇ ἀνέσει ταῖς ἀνέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἄνεσῐν τὰς ἀνέσεις
     κλητική ! ἄνεσῐ ἀνέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνέσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀνεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄνεσις < με μεταπτωτική βαθμίδα του ἀνίημι,[1] από τον αόριστό του ἀνέσαιμι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄνεσις θηλυκό

  1. η χαλάρωση σχοινιού, χορδής
     αντώνυμα: ἐπίτασις)
  2. αναψυχή, ψυχική χαλάρωση
  3. η χαλάρωση θεσμών, ηθών
    δεικνὺς τὴν τῶν γυναικῶν παρ᾽ ὑμῖν ἄνεσιν
  4. (ελληνιστική σημασία) η μείωση, η ελάφρυνση από κάτι γενικά αρνητικό, η ύφεση για ασθένειες
    ἄνεσις φόρου, ἄνεσις τελών, ἄνεσις κακῶν
    ἄνεσις (πυρετού_
     αντώνυμα: παροξυσμός
  5. συλλαβή χωρίς πνεύμα
  6. (ελληνιστική σημασία , μουσική) άτονη νότα στη μουσική

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. άνεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.