ἄνεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἄνεσῐς | αἱ | ἀνέσεις |
γενική | τῆς | ἀνέσεως | τῶν | ἀνέσεων |
δοτική | τῇ | ἀνέσει | ταῖς | ἀνέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | ἄνεσῐν | τὰς | ἀνέσεις |
κλητική ὦ! | ἄνεσῐ | ἀνέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄνεσις < με μεταπτωτική βαθμίδα του ἀνίημι,[1] από τον αόριστό του ἀνέσαιμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄνεσις θηλυκό
- η χαλάρωση σχοινιού, χορδής
- αναψυχή, ψυχική χαλάρωση
- η χαλάρωση θεσμών, ηθών
- ⮡ δεικνὺς τὴν τῶν γυναικῶν παρ᾽ ὑμῖν ἄνεσιν
- (ελληνιστική σημασία) η μείωση, η ελάφρυνση από κάτι γενικά αρνητικό, η ύφεση για ασθένειες
- ⮡ ἄνεσις φόρου, ἄνεσις τελών, ἄνεσις κακῶν
- ⮡ ἄνεσις (πυρετού_
- συλλαβή χωρίς πνεύμα
- (ελληνιστική σημασία , μουσική) άτονη νότα στη μουσική
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ άνεση - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἄνεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.