παροξυσμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παροξυσμός < αρχαία ελληνική παροξυσμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παροξυσμός αρσενικό
- κάθε αιφνίδιο, βίαιο ξέσπασμα
- (μεταφορικά) η μανία
- (ιατρική) νευρική εκδήλωση μικράς διάρκειας που επέρχεται και λήγει απότομα