• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αναψυχή

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  προσχέδιο λήμματος: μπορείτε να βοηθήσετε επεκτείνοντάς το λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναψυχή οι αναψυχές
      γενική της αναψυχής των αναψυχών
    αιτιατική την αναψυχή τις αναψυχές
     κλητική αναψυχή αναψυχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αναψυχή < αρχαία ελληνική ἀναψυχή < ἀναψύχω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αναψυχή θηλυκό

  1. η μη υποχρεωτική δραστηριότητα με σκοπό την σωματική ή ψυχική ανάπαυση, ανάταση ή ευεξία
  2. (παρωχημένο) η ανακούφιση, παρηγοριά
  3. (παρωχημένο) η χαρά, η ικανοποίηση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αναψυχή
  • αγγλικά : recreation (en), pastime (en)
  • γαλλικά : loisir (fr)
  • γερμανικά : Erholung (de), Entspannung (de), Erbauung (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αναψυχή&oldid=5452700"
Τελευταία επεξεργασία στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 20:01

Γλώσσες

    • English
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 27 Ιανουαρίου 2022, στις 20:01.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie