ανάταση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανάταση | οι | ανατάσεις |
γενική | της | ανάτασης* | των | ανατάσεων |
αιτιατική | την | ανάταση | τις | ανατάσεις |
κλητική | ανάταση | ανατάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανατάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ανάταση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανάταση θηλυκό
- το τέντωμα των χεριών προς τα πάνω σαν γυμναστική άσκηση
Εκφράσεις
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανάταση
|