Ετυμολογία 1

επεξεργασία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌrekriˈeɪʃn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

recreation (en)

  • (μη μετρήσιμο) η ψυχαγωγία, το να κάνω πράγματα για ευχαρίστηση, όταν δεν εργάζομαι
    ⮡  The Sunday walk is a typical form of recreation.
    Ο κυριακάτικος περίπατος είναι μια τυπική μορφή ψυχαγωγίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entertainment

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
recreation < re- + creation

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˌriːkriˈeɪʃn/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

recreation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η αναδημιουργία, η αναπαράσταση, η ενέργεια του να κάνω κάτι που υπήρχε στο παρελθόν να υπάρχει ή να φαίνεται να υπάρχει ξανά
    ⮡  the recreation of Greek culture - η αναδημιουργία του ελληνικού πολιτισμού
    ⮡  a recreation of the Parthenon as it was in classical times - αναπαράσταση της Ακρόπολης όπως ήταν στους κλασικούς χρόνους