αναδημιουργία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναδημιουργία < ανα- + δημιουργία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναδημιουργία θηλυκό
- η εκ νέου δημιουργία ενός πράγματος που είχε καταστραφεί ή φθαρεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναδημιουργία
|