Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανασασμός οι ανασασμοί
      γενική του ανασασμού των ανασασμών
    αιτιατική τον ανασασμό τους ανασασμούς
     κλητική ανασασμέ ανασασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανασασμός< μεσαιωνική ελληνική ἀνασασμός < ἀνασαίνω + -σμος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανασασμός αρσενικό

  1. η ανάσα
    Αηδόνι ντροπαλό μες στον ανασασμό των φύλλων ... (Γ. Σεφέρης, Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', Ελένη)
    Μ 'έναν αχνό ανασασμό κι ένα λιτό μανδύα ... (τραγούδι σε ποίηση Λίνου Ιωαννίδη, μελοποιημένο από τα Διάφανα Κρίνα)
  2. (μεταφορικά) ανακούφιση, ξαλάφρωμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία