relief
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
relief | reliefs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrelief (en)
- (μη μετρήσιμο) η ανακούφιση, ανακουφίζω, η λύτρωση, το ξαλάφρωμα, το αίσθημα ευτυχίας που νιώθω όταν κάτι δυσάρεστο σταματά ή δεν συμβαίνει
- ⮡ To my great relief I see that…
- Με μεγάλη μου ανακούφιση βλέπω ότι…
- ⮡ It’s a great relief to know that…
- Είναι μεγάλη ανακούφιση να ξέρω ότι…
- ⮡ It was a huge relief for me to see him.
- Ανακουφίστηκα πολύ βλέποντάς του.
- ⮡ To my great relief I see that…
- (μη μετρήσιμο) η ανακούφιση, η πράξη αφαίρεσης ή μείωσης του πόνου, της ανησυχίας κτλ.
- ⮡ The medicine brought me some relief.
- Το φάρμακο μου 'φέρε κάποια ανακούφιση.
- ⮡ These pills will bring you relief.
- Αυτά τα χάπια θα σ' ανακουφίσουν.
- ⮡ The medicine brought me some relief.
- (μη μετρήσιμο) η περίθαλψη, η αρωγή, η βοήθεια, τρόφιμα, χρήματα, φάρμακα κ.λπ. που δίνονται για να βοηθηθούν άνθρωποι σε μέρη όπου έχει γίνει πόλεμος ή φυσική καταστροφή
- ⮡ a relief fund - ταμείο περίθαλψης
- ⮡ I am providing relief to the refugees.
- Παρέχω περίθαλψη στους πρόσφυγες.
- αντικαταστάτης
- (τέχνη) ανάγλυφο
Πηγές
επεξεργασία- relief - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 49, 685. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανακουφίζω, ανακούφιση, περίθαλψη
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
relief | reliefs |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrelief (fr) αρσενικό