Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντικαταστάτης οι αντικαταστάτες
      γενική του αντικαταστάτη των αντικαταστατών
    αιτιατική τον αντικαταστάτη τους αντικαταστάτες
     κλητική αντικαταστάτη αντικαταστάτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντικαταστάτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αντικαταστάτης αρσενικό(θηλυκό αντικαταστάτρια)

  1. αυτός που αντικαθιστά κάποιον άλλο, που τοποθετείτε στη θέση που κατείχε πριν κάποιος άλλος
  2. που αντικαθιστά κάποιον άλλο για μικρό χρονικό διάστημα, ο αναπληρωτής
  3. που αντικαθιστά κάποιον άλλο οριστικά, ο διάδοχος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία