αντικαταστάτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντικαταστάτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντικαταστάτης αρσενικό(θηλυκό αντικαταστάτρια)
- αυτός που αντικαθιστά κάποιον άλλο, που τοποθετείτε στη θέση που κατείχε πριν κάποιος άλλος
- που αντικαθιστά κάποιον άλλο για μικρό χρονικό διάστημα, ο αναπληρωτής
- που αντικαθιστά κάποιον άλλο οριστικά, ο διάδοχος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντικαταστάτης