διάδοχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάδοχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάδοχος < διαδέχομαι
- για το ουσιασικό < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάδοχος, ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου διάδοχος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ðo.xos/ & /ˈðʝa.ðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐δο‐χος
Επίθετο
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάδοχος | η | διάδοχη | το | διάδοχο |
γενική | του | διάδοχου | της | διάδοχης | του | διάδοχου |
αιτιατική | τον | διάδοχο | τη | διάδοχη | το | διάδοχο |
κλητική | διάδοχε | διάδοχη | διάδοχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάδοχοι | οι | διάδοχες | τα | διάδοχα |
γενική | των | διάδοχων | των | διάδοχων | των | διάδοχων |
αιτιατική | τους | διάδοχους | τις | διάδοχες | τα | διάδοχα |
κλητική | διάδοχοι | διάδοχες | διάδοχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
διάδοχος, -η, -ο
- που διαδέχεται, παίρνει τη θέση του προηγουμένου του
- ↪ διάδοχη κατάσταση, διάδοχο σχήμα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επίθετο
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | διάδοχος | οι | διάδοχοι |
γενική | του/της | διαδόχου | των | διαδόχων |
αιτιατική | τον/τη | διάδοχο | τους/τις | διαδόχους |
κλητική | διάδοχε | διάδοχοι | ||
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
διάδοχος αρσενικό ή θηλυκό
- ο επόμενος σε μια σειρά διαδοχής, αυτός που αναμένεται να διαδεχτεί ή έχει διαδεχτεί
- ↪ ο διάδοχος του θρόνου
- ↪ ο παραιτηθείς υπουργός παρέδωσε το υπουργείο στο διάδοχό του
- (οικείο) ο πρωτότοκος γιος
- ↪ τι χαζομπαμπάς! όλο με το διάδοχο ασχολείται
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διάδοχος < διαδέχομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- για το ουσιαστικό < (ελληνιστική κοινή), ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου διάδοχος
Επίθετο
επεξεργασίαδιάδοχος, -ος, -ον
- που διαδέχεται κάποιον
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διάδοχος | οἱ | διάδοχοι |
γενική | τοῦ | διαδόχου | τῶν | διαδόχων |
δοτική | τῷ | διαδόχῳ | τοῖς | διαδόχοις |
αιτιατική | τὸν | διάδοχον | τοὺς | διαδόχους |
κλητική ὦ! | διάδοχε | διάδοχοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαδόχω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαδόχοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
διάδοχος
- (ελληνιστική σημασία)
Πηγές
επεξεργασία- διάδοχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάδοχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.