Ετυμολογία

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάδοχος η διάδοχη το διάδοχο
      γενική του διάδοχου της διάδοχης του διάδοχου
    αιτιατική τον διάδοχο τη διάδοχη το διάδοχο
     κλητική διάδοχε διάδοχη διάδοχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάδοχοι οι διάδοχες τα διάδοχα
      γενική των διάδοχων των διάδοχων των διάδοχων
    αιτιατική τους διάδοχους τις διάδοχες τα διάδοχα
     κλητική διάδοχοι διάδοχες διάδοχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

διάδοχος, -η, -ο

  • που διαδέχεται, παίρνει τη θέση του προηγουμένου του
      διάδοχη κατάσταση, διάδοχο σχήμα

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η διάδοχος οι διάδοχοι
      γενική του/της διαδόχου των διαδόχων
    αιτιατική τον/τη διάδοχο τους/τις διαδόχους
     κλητική διάδοχε διάδοχοι
Κατηγορία όπως «κάτοχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

διάδοχος αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο επόμενος σε μια σειρά διαδοχής, αυτός που αναμένεται να διαδεχτεί ή έχει διαδεχτεί
      ο διάδοχος του θρόνου
      ο παραιτηθείς υπουργός παρέδωσε το υπουργείο στο διάδοχό του
  2. (οικείο) ο πρωτότοκος γιος
      τι χαζομπαμπάς! όλο με το διάδοχο ασχολείται

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάδοχος < διαδέχομαι  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία