διάδοχοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ðo.çi/ & /ˈðʝa.ðo.çi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ά‐δο‐χοι
- ομόηχο: διάδοχη
- τονικό παρώνυμο: διαδοχή
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδιάδοχοι
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του διάδοχος, αρσενικό