πρίγκιπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πρίγκιπας < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική πρίγκιπας < ελληνιστική κοινή πρίγκιψ < λατινική princeps < primus (πρώτος) + capio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈpɾiŋ.ɟi.pas/
Ουσιαστικό
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πρίγκιπας | οι | πρίγκιπες |
γενική | του | πρίγκιπα & πρίγκιπος* |
των | πριγκίπων |
αιτιατική | τον | πρίγκιπα | τους | πρίγκιπες |
κλητική | πρίγκιπα | πρίγκιπες | ||
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους. | ||||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
πρίγκιπας αρσενικό (θηλυκό: πριγκίπισσα & πριγκιπέσα)
- τίτλος ευγενείας και ονομασία του ανώτατου άρχοντα ενός κρατιδίου (πριγκιπάτου)
- ο γιος ενός βασιλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία πρίγκιπας
|