prince
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prince | princes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprince (en)
- o πρίγκιπας (τίτλος ευγενείας)
- ο πρίγκιπας, το πριγκιπόπουλο, το βασιλόπουλο
- (μεταφορικά) άνθρωπος σπουδαίος σε κάποιον τομέα
- κοινή ονομασία ενός μανιταριού (Agaricus augustus)
Συγγενικά
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prince | princes |
θηλυκό | princesse | princesses |
prince (fr) αρσενικό
- ο πρίγκιπας
- το βασιλόπουλο
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαprince αρσενικό