ενικός         πληθυντικός  
prince princes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prince (en)

  1. o πρίγκιπας (τίτλος ευγενείας)
  2. ο πρίγκιπας, το πριγκιπόπουλο, το βασιλόπουλο
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος σπουδαίος σε κάποιον τομέα
  4. κοινή ονομασία ενός μανιταριού (Agaricus augustus)

Συγγενικά

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία

prince < λατινική princeps

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pʁɛ̃s/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό prince princes
θηλυκό princesse princesses

prince (fr) αρσενικό

  1. ο πρίγκιπας
  2. το βασιλόπουλο



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

prince αρσενικό