Ετυμολογία

επεξεργασία
princeps < *primoceps < primus + capio

  Επίθετο

επεξεργασία

princeps αρσενικό

  1. πρώτος
  2. επιφανής
  3. εξέχων
ενικός πληθυντικός
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική princeps princeps princeps principēs principēs principia
γενική principis principis principis principium principium principium
δοτική principī principī principī principibus principibus principibus
αιτιατική principem principem princeps principēs principēs principia
κλητική princeps princeps princeps principēs principēs principia
αφαιρετική principī principī principī principibus principibus principibus
(Τριτόκλιτα επίθετα)


  Ουσιαστικό

επεξεργασία

princeps αρσενικό

  1. πρώτος
  2. αρχηγός
  3. έξοχος
  4. επιφανής
  5. άριστος
  6. ο (πρωτότοκος) γιος του αυτοκράτορα
  7. πρίγκιπας
  8. ηγεμόνας
  9. βασιλιάς
  10. αυτοκράτορας
  11. εκατόνταρχος
  12. (principes): επίλεκτοι στρατιώτες της λεγεώνας

Συγγενικά

επεξεργασία
αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική princeps principēs
γενική principis principum
δοτική principī principibus
αιτιατική principem principēs
κλητική princeps principēs
αφαιρετική principe principibus
(γ' κλίση)