πριγκιπόπουλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πριγκιπόπουλο < πρίγκιπ(ας) + -όπουλο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπριγκιπόπουλο ουδέτερο (θηλυκό πριγκιποπούλα)
Μεταφράσεις
επεξεργασία πριγκιπόπουλο
|
πριγκιπόπουλο ουδέτερο (θηλυκό πριγκιποπούλα)
|