Δείτε επίσης: -όπουλος

Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το -όπουλο τα -όπουλα
      γενική του -όπουλου των -όπουλων
    αιτιατική το -όπουλο τα -όπουλα
     κλητική -όπουλο -όπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

-όπουλο < προσθήκη -ό- στο κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική -πουλον / -πουλο < όψιμη ελληνιστική κοινή ποῦλος / ποῦλλος (νεοσσός) < λατινική pullus. [1] [2] Συγγενικό το πῶλος (αρχαία ελληνικά) Δείτε και πουλί.

  Προφορά Επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈo.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ό‐που‐λο

  Επίθημα Επεξεργασία

-όπουλο ουδέτερο ή -πουλο (θηλυκό -οπούλα)

Άλλες μορφές Επεξεργασία

Παράγωγες λέξεις Επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. -όπουλο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. 
  2. 2,0 2,1 «-πουλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. «-πουλο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  4. «-πουλ(λ)ος-α-ο(ν)» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία. Α΄ έκδοση: 1930-1950. 

  Πηγές Επεξεργασία

  • -όπουλοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) Επεξεργασία

  Επίθημα Επεξεργασία

-όπουλο ή -όπουλον / -όπουλλον ουδέτερο

  Αναφορές Επεξεργασία

  1. γουρουνόπουλο Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].