Δείτε επίσης: νεογνό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσσός οι νεοσσοί
      γενική του νεοσσού των νεοσσών
    αιτιατική τον νεοσσό τους νεοσσούς
     κλητική νεοσσέ νεοσσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Νεοσσοί στη φωλιά των γονιών τους

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νεοσσός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική νεοσσός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ne.oˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νε‐οσ‐σός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοσσός αρσενικό

  1. νεογέννητο πτηνό
  2. (μεταφορικά) νεαρός ή νεαρή, ιδίως στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής, πολιτικής, καλλιτεχνικής κλπ. καριέρας

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεοσσός οἱ νεοσσοί
      γενική τοῦ νεοσσοῦ τῶν νεοσσῶν
      δοτική τῷ νεοσσ τοῖς νεοσσοῖς
    αιτιατική τὸν νεοσσόν τοὺς νεοσσούς
     κλητική ! νεοσσέ νεοσσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεοσσώ
γεν-δοτ τοῖν  νεοσσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα