Δείτε επίσης: νεογνό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νεοσσός οι νεοσσοί
      γενική του νεοσσού των νεοσσών
    αιτιατική τον νεοσσό τους νεοσσούς
     κλητική νεοσσέ νεοσσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Νεοσσοί στη φωλιά των γονιών τους

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

νεοσσός αρσενικό

  1. νεογέννητο πτηνό
  2. (μεταφορικά) νεαρός ή νεαρή, ιδίως στα πρώτα στάδια της επαγγελματικής, πολιτικής, καλλιτεχνικής κλπ. καριέρας

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική νεοσσός οἱ νεοσσοί
      γενική τοῦ νεοσσοῦ τῶν νεοσσῶν
      δοτική τῷ νεοσσ τοῖς νεοσσοῖς
    αιτιατική τὸν νεοσσόν τοὺς νεοσσούς
     κλητική ! νεοσσέ νεοσσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεοσσώ
γεν-δοτ τοῖν  νεοσσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα