Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

fledgling < fledg(e) + -ling[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈflɛd͡ʒ.lɪŋ/
 

  Επίθετο επεξεργασία

fledgling (en)

  1. αρχάριος, νεόκοπος, αδοκίμαστος (μεταφορικά), ψάρακλας (αργκό)
    Being a fledgling player, the coach didn't let him play in the match.
    Όντας αρχάριος παίκτης, ο προπονητής δεν τον άφησε να παίξει στο παιχνίδι.
     συνώνυμα: unfledged, virginal, untried, rising
  2. (μεταφορικά) αναδυόμενος
    The fledgling artist became famous after having his work exhibited.
    Ο αναδυόμενος καλλιτέχνης έγινε διάσημος άφοτου εξέσεθεσε τα έργα του.
     συνώνυμα: emerging, emergent, nascent, inexperienced

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fledgling (en)

  1. νεοσσός (προφορικό: ξεπεταρούδι)
    → δείτε τη λέξη hatchling
  2. (μεταφορικά) ο αρχάριος

  Αναφορές επεξεργασία

  1. fledgling - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)