virginal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | virginal | virginaux |
θηλυκό | virginale | virginales |
virginal (fr)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
virginal | virginals |
virginal (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | virginal | virginaux |
θηλυκό | virginale | virginales |
virginal (fr)
ενικός | πληθυντικός |
virginal | virginals |
virginal (fr) αρσενικό