Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
virginal virginals

virginal (fr) αρσενικό

  1. (μουσική) τετραγωνικό μουσικό όργανο με πλήκτρα και χορδές που τραβάει ένα μικρό εξάρτημα σε μορφή μικρού αγκαθιού