Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
virginal
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
virginal
virginaux
θηλυκό
virginale
virginales
virginal
(fr)
παρθενικός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
virginal
virginals
virginal
(fr)
αρσενικό
(
μουσική
)
τετραγωνικό μουσικό όργανο με
πλήκτρα
και
χορδές
που τραβάει ένα μικρό εξάρτημα σε μορφή μικρού
αγκαθιού