παραθετικά
θετικός inexperienced
συγκριτικός more inexperienced
υπερθετικός most inexperienced

Ετυμολογία

επεξεργασία
inexperienced < in- + experienced

inexperienced (en)

  • άπειρος, χωρίς πείρα
      She accused the newspapers and radio stations of hiring inexperienced and illiterate journalists.
    Κατηγόρησε τις εφημερίδες και τα ραδιόφωνα ότι προσλαμβάνουν άπειρους και αγράμματους δημοσιογράφους.