ξεπεταρούδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξεπεταρούδι | τα | ξεπεταρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ξεπεταρούδι | τα | ξεπεταρούδια |
κλητική | ξεπεταρούδι | ξεπεταρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαξεπεταρούδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) νεοσσός πτηνού που μόλις αρχίζει να πετάει
- ⮡ ενός γερακιού το ξεπεταρούδι
- το παιδί που ξεκινάει να μεγαλώνει
- ⮡ οκτώ χρονών ξεπεταρούδι
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ξεπεταρούδι
|
Πηγές
επεξεργασία- ξεπεταρούδι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ξεπεταρούδι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)