μόλις
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
μόλις < αρχαία ελληνική μόλις
ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία
χρονικός σύνδεσμος
- αμέσως μετά από μία πράξη ακολουθεί μία άλλη
- Ήταν έτοιμος και, μόλις χτύπησε το κουδούνι, κατέβηκε κάτω κι έφυγαν.
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
χρονικό
- ελάχιστη ώρα πριν
- Η παράσταση μόλις είχε ξεκινήσει.
- την ίδια στιγμή
- Η παράσταση μόλις ξεκινούσε.
- (ακολουθούμενο από απόλυτο αριθμητικό) για κάτι που έγινε σχετικά πρόσφατα
- Η παράσταση ξεκίνησε μόλις πριν ένα λεπτό.
- Μόλις δυο χρόνια γνωρίζονται.
τροπικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- μόλις και μετά βίας: για κάτι που γίνεται με μεγάλη δυσκολία και κόπο