Ετυμολογία

επεξεργασία
as soon as < → δείτε τις λέξεις as, soon και as

  Έκφραση

επεξεργασία

as soon as (en) (ιδιωματισμός)

  • αμέσως μόλις/όταν/αφού, από τη στιγμή
    ⮡  I will give it to him as soon as he comes.
    Θα του το δώσω αμέσως μόλις έρθει.
    ⮡  As soon as I saw him, I understood that…
    Αμέσως μόλις τον είδα κατάλαβα ότι…
    ⮡  I will see you as soon as I arrive.
    θα σας δω αμέσως όταν φτάσω.
    ⮡  If he doesn’t write his review as soon as he reads it, how can he remember every detail vividly?
    Αν δεν γράψει την κριτική του αμέσως αφού διάβασε, πώς να θυμηθεί με ενάργεια την κάθε λεπτομέρεια;

Συγγενικά

επεξεργασία