soon
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | soon |
συγκριτικός | sooner |
υπερθετικός | soonest |
Επίρρημα
επεξεργασία
soon (en)
- σύντομα, σε σύντομο χρονικό διάστημα
I will be back soon.
- Θα επιστρέψω σύντομα.
I will leave soon for London.
- Θα φύγω σύντομα για το Λονδίνο.
- σύντομα, νωρίς ή γρήγορα
How soon do I have to be there?
- Πόσο σύντομα πρέπει να είμαι εκεί;
He came as soon as he could.
- Αυτός ήρθε όσο πιο σύντομα μπόρεσε.
How soon can you be ready?
- Σε πόση ώρα μπορείς να ετοιμαστείς;
Πηγές
επεξεργασία
- soon - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 853, 993. ISBN 9780194325684., λήμμα: σύντομα, ώρα