unfledged
(προσοχή, όχι unpledged)
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunfledged (en)
- απτέρωτος· χωρίς φτερά πτήσης
Συνώνυμα
επεξεργασία(όχι ακριβώς) unfeathered: απούπουλος
(προσοχή, όχι unpledged)
unfledged (en)
(όχι ακριβώς) unfeathered: απούπουλος