Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νεόκοπος η νεόκοπη το νεόκοπο
      γενική του νεόκοπου της νεόκοπης του νεόκοπου
    αιτιατική τον νεόκοπο τη νεόκοπη το νεόκοπο
     κλητική νεόκοπε νεόκοπη νεόκοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νεόκοποι οι νεόκοπες τα νεόκοπα
      γενική των νεόκοπων των νεόκοπων των νεόκοπων
    αιτιατική τους νεόκοπους τις νεόκοπες τα νεόκοπα
     κλητική νεόκοποι νεόκοπες νεόκοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νεόκοπος < αρχαία ελληνική νεόκοπος < νέος + κόπτω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /neˈo.ko.pos/

  Επίθετο επεξεργασία

νεόκοπος, -η, -ο

  1. που τον έκοψαν πρόσφατα
     συνώνυμα: φρεσκοκομμένος
  2. που κόπηκε πρόσφατα, που πρόσφατα κυκλοφόρησε (για νόμισμα)
  3. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) καινούργιος, πρόσφατος
  4. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) (μειωτικό) (ειρωνικό) που ασχολήθηκε πρόσφατα με κάποιο τομέα (εργασιακό, πολιτικό κ.λπ.), χωρίς να έχει αποκτήσει πείρα, αλλά παρ’ όλα αυτά ενίοτε αβάσιμα κομπάζει ότι τον γνωρίζει καλά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία