νεόκοπος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | νεόκοπος | η | νεόκοπη | το | νεόκοπο |
γενική | του | νεόκοπου | της | νεόκοπης | του | νεόκοπου |
αιτιατική | τον | νεόκοπο | τη | νεόκοπη | το | νεόκοπο |
κλητική | νεόκοπε | νεόκοπη | νεόκοπο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | νεόκοποι | οι | νεόκοπες | τα | νεόκοπα |
γενική | των | νεόκοπων | των | νεόκοπων | των | νεόκοπων |
αιτιατική | τους | νεόκοπους | τις | νεόκοπες | τα | νεόκοπα |
κλητική | νεόκοποι | νεόκοπες | νεόκοπα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- νεόκοπος < αρχαία ελληνική νεόκοπος < νέος + κόπτω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /neˈo.ko.pos/
Επίθετο
επεξεργασίανεόκοπος, -η, -ο
- που τον έκοψαν πρόσφατα
- που κόπηκε πρόσφατα, που πρόσφατα κυκλοφόρησε (για νόμισμα)
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) καινούργιος, πρόσφατος
- (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) (μειωτικό) (ειρωνικό) που ασχολήθηκε πρόσφατα με κάποιο τομέα (εργασιακό, πολιτικό κ.λπ.), χωρίς να έχει αποκτήσει πείρα, αλλά παρ’ όλα αυτά ενίοτε αβάσιμα κομπάζει ότι τον γνωρίζει καλά