ενικός         πληθυντικός  
novice novices

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

novice (en)

  1. πρωτάρης, αρχάριος, πρωτόπειρος, νεοφώτιστος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη beginner
  2. δόκιμος μοναχός



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

novice (fr)