Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
novice
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Πηγές
2
Γαλλικά (fr)
2.1
Ουσιαστικό
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
novice
novices
Ουσιαστικό
επεξεργασία
novice
(en)
πρωτάρης
,
αρχάριος
,
πρωτόπειρος
,
νεοφώτιστος
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
beginner
δόκιμος
μοναχός
Πηγές
επεξεργασία
novice
-
Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
novice
(fr)
πρωτάρης
δόκιμος
μοναχός