πρωτόπειρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πρωτόπειρος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
πρωτόπειρος, -η, -ο
- αυτός που διαθέτει ελάχιστη, σχεδόν μηδαμινή, εμπειρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πρωτόπειρος
|
πρωτόπειρος, -η, -ο
|