καινούργιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- καινούργιος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή καινούργιος → και δείτε την ετυμολογία στο καινούριος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ceˈnuɾ.ʝos/ (όπως και καινούριος)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : και‐νούρ‐γιος
Επίθετο
επεξεργασία
καινούργιος -α -ο
- ετυμολογική, εναλλακτική γραφή του καινούριος
Συγγενικά
επεξεργασία- Καινούργιο (τοπωνύμιο)